- πορήϊον
- τὸ, Α(δωρ. και αιολ. τ.) βλ. πορεῑον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πορείον — δωρ. και αιολ. τ. πορήϊον, τὸ, Α [πορεύω] 1. μέσο μεταφοράς, όχημα, («ὑπότροχα πορεῑα», Πολ.) 2. το χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για να ταξιδεύσει με πλοίο, τα ναύλα 3. φορτίο … Dictionary of Greek